Η Ομόνοια δεν έχασε στο ντέρμπι με το ΑΠΟΕΛ, αλλά κατάφερε (ξανά) να αφήσει ανικανοποίητο τον κόσμο της. Που έχει κουραστεί με αυτά που βλέπει εδώ και πολύ καιρό.
Η εικόνα του πρώτου μέρους στον κυριακάτικο αγώνα ήταν απελπιστική. Μια ομάδα παρατεταγμένη με φοβικό τρόπο λες και έπαιζε με την Εθνική Βραζιλίας που μάγεψε το 70′ στο Μεξικό και όχι με μια ομάδα που κάνει τη χειρότερη της χρονιά εδώ και πολλά χρόνια.
Με 11 παίκτες πίσω από τη μπάλα! 37 τοις εκατό κατοχή και δυο τελικές ήταν ο απολογισμός. Ενα σουτ του Γιόβετιτς και μια τεράστια ευκαιρία του Λοΐζου. Ευκαιρία που δημιουργήθηκε από κλέψιμο του Μάριτς, πάσα στον Γιόβετιτς και μετά στον Λοΐζου και όχι από εκδηλωθείσα οργανωμένη επίθεση ή από οργανωμένο αιφνιδιασμό. Από κλέψιμο ήλθε και το γκολ του Εράκοβιτς. «Κλέφτης» ο Σεμέδο που σέρβιρε το σκόρερ.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ομόνοια παίζει ταμπουρωμένη. Το έχει κάνει σε όλα σχεδόν τα ματς με τις ομάδες της πρώτης εξάδας. Με τις ομάδες της δεύτερης δεν το κάνει, αλλά από την άλλη, τις περισσότερες φορές, δεν καταφέρνει να παίξει ποδόσφαιρο κυριαρχίας.
Αυτό είναι απόρροια αδυναμίας προερχόμενης από την έλλειψη στοιχείων ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται στο χώρο του κέντρου. Δεν υπάρχει, ούτε η ταχύτητα, ούτε η δύναμη, ούτε η ένταση, ούτε η αθλητικότητα, ούτε ακόμη και η οξυδέρκεια που απαιτούνται ειδικά σε αυτόν το νευραλγικό χώρο.
Αυτά τα στοιχεία αναζητούνται σωστά και στοχευμένα το καλοκαίρι από ένα επιτελείο με καταρτισμένα πρόσωπα. Γιατί εξ αρχής υπάρχουν ξεκάθαρες ποδοσφαιρικές ιδέες. Η απουσία αυτών των στοιχείων – όπως μοιραία διαπιστώνεται- κάποια στιγμή πληρώνεται με οδυνηρό τρόπο.
Είναι αφελής αυτός που πιστεύει ότι η Ομόνοια μπορεί να παρουσιάσει κάτι αρκετά διαφορετικό από πλευράς εικόνας μέχρι τη λήξη της σεζόν, ανεξαρτήτως του αν κερδίσει το κύπελλο ή κατακτήσει την τρίτη θέση.
Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή η Ομόνοια θυμίζει την ομάδα των πέτρινων χρόνων. Όχι από πλευράς υλικού – εννοείται ότι είναι απείρως καλύτερο το παρόν υλικό από αυτό των πέτρινων χρόνων – αλλά από πλευράς προσδοκίας. Εκείνα τα χρόνια που η ομάδα αιμορραγούσε οικονομικά, ο κόσμος πήγαινε στο γήπεδο και ήξερε ότι δεν μπορεί να παίξει καλύτερα. Η προσδοκία ήταν …μπας και έλθει καμιά έμπνευση στον Ματ Ντάρμπισαϊαρ να κάνει κάτι καλό, να ρίξει κανένα γκολ και κερδίσει η ομάδα.
Τώρα είναι περίπου το ίδιο. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει αξιολογήσει την ομάδα νωρίτερα. Κανείς δεν πιστεύει ότι αυτή η ομάδα μπορεί να παίξει καλύτερα.
Όμως περιμένει τη στιγμή, τη συγκυρία λόγω μιας ατομικής προσπάθειας, μιας κίνησης ατομικής ποιότητας, (γιατί ποιότητα υπάρχει στην ομάδα), λόγω φανέλας ίσως και τύχης για να επέλθει το θετικό αποτέλεσμα.
Αυτή η αναμονή είναι η προτροπή προς τον περήφανο Ομονοιάτη να κρατήσει την αισιοδοξία του. Να μην επιτρέψει στην απογοήτευση και στο αδιέξοδο να νικήσουν την ελπίδα.
Π.Π.