Όταν μια ομάδα που έχει κατακτήσει 6 φορές την Ευρωλίγκα, όπως ο Παναθηναϊκός, κάνει ψηφοφορία για τους μεγαλύτερους παίκτες που φόρεσαν την φανέλα της, είναι φυσιολογικό οι επιλογές του κοινού να περιστρέφονται γύρω από τα ονόματα που αγωνίστηκαν κατά την διάρκεια αυτής της «χρυσής» περιόδου.
Κι όμως, τουλάχιστον ένα εξ αυτών δεν προέρχεται από εκείνη την εποχή, αλλά κέρδισε με το «σπαθί» του μια θέση στην 12άδα (ανακηρύχτηκε 12ος!) αφού ο κόσμος αναγνώρισε την τεράστια προσφορά του στον σύλλογο. Και δεν είναι άλλος από τον Τάκη Κορωναίο, έναν από τους μεγαλύτερους σκόρερ που έπαιξαν ποτέ στην Ελλάδα, και κάποτε «βαφτίστηκε» χαρακτηριστικά «Γκάλης πριν τον Γκάλη», για να γίνει σαφές και σε όσους δεν πρόλαβαν να τον δουν αγωνιζόμενο για το τι είδους παίκτης υπήρξε.
Γεννημένος ακριβώς πριν από 68 χρόνια (8 Οκτωβρίου 1952), το 1970 έγινε ο πρώτος Έλληνας μπασκετμπολίστας που πήρε υποτροφία για αμερικανικό κολλέγιο (συγκεκριμένα το πανεπιστήμιο του Μισισιπή) κι έτσι μετακόμισε στις ΗΠΑ, αφήνοντας τον Παναθηναϊκό στον οποίο είχε δελτίο από τα 13 του κιόλας!
Το 1972 έγινε για πρώτη διεθνής υπό τις οδηγίες του σπουδαίου Ρίτσαρντ Ντουξάιρ και μετά τις σπουδές του επέστρεψε στην Ελλάδα, ντύθηκε ξανά στα πράσινα και από τότε και για 12 σερί χρόνια μέχρι το 1985 βομβάρδιζε αλύπητα τις αντίπαλες άμυνες, λανσάροντας και στα μέρη μας το jump shoot, το οποίο χάρη στο τρομερά δυνατό του πάτημα μετατράπηκε σύντομα σε σήμα-κατατεθέν του και τον μετέτρεψε σε αντίπαλο που έβαζε δύσκολα σε όποιον δοκίμαζε να τον σταματήσει.
Διαθέτοντας αυτό το πακέτο και το ένστικτο του γεννημένου σκόρερ και νικητή, ο Τάκης Κορωναίος έγραψε την δική του ιστορία στην ίσως καλύτερη περίοδο όλων των εποχών για την ομάδα, τουλάχιστον πριν εκείνη που ακολούθησε και έκανε το τριφύλλι μεγαλύτεροσύλλογο στην Ευρώπη.
Ουσιαστικά, παίζοντας ως έφηβος από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μέχρι το 1985 συνέδεσε τρία διαφορετικά ρόστερ των πράσινων, με τους οποίους κατέκτησε 11 πρωταθλήματα (1969, 1971, 1972, 1973, 1974, 1975, 1977, 1980, 1981, 1982, 1984) και 3 Κύπελλα (1979, 1982, 1983) με συμπαίκτες ορισμένες από τις πλέον θρυλικές μορφές του τριφυλλιού. Έπαιξε δίπλα σε μύθους όπως ο Κόντος, ο Ιορδανίδης, ο Παπάζογλου, ο Κοκολάκης (αργότερα) και στη συνέχεια πλαισίωσε την επόμενη φουρνιά των Ιωάννου, Ανδρίτσου, Στεργάκου, όταν σιγά-σιγά οι πράσινοι παρέδιδαν τα σκήπτρα στον Άρη.
Περίπου την ίδια περίοδο και ο Κορωναίος άρχισε να βλέπει τον Νίκο Γκάλη να μεσουρανεί, με τους δυο τους να έχουν αρχικά μια ιδιαίτερα ανταγωνιστική σχέση, γεγονός που αποτυπώθηκε και στην Εθνική ομάδα, στην οποία ο «γκάνγκστερ» έκανε ντεμπούτο στην ίδια πεντάδα με το «κανόνι» του Παναθηναϊκού. Πάντως, σύντομα η όποια κόντρα μεταξύ των δύο σταμάτησε οριστικά και αναπτύχθηκε ένας αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ τους.
Το 1985, με τον τότε νόμο περί 12ετίας, ανέβηκε στην Θεσσαλονίκη για να παίξει για λογαριασμό του ΠΑΟΚ που όμως ήταν ιδιαίτερα αποδυναμωμένος λόγω του γεγονότος ότι είχε φύγει για Αμερική ο Φασούλας και στη συνέχεια έπαιξε για 3 χρόνια στον Πανιώνιο, συνεχίζοντας να «φορτώνει» με πόντους τα αντίπαλα καλάθια.
Φυσικά, όπως ακριβώς θα άρμοζε σε μια «παναθηναϊκή» προσωπικότητα του δικού του μεγέθους, επέστρεψε στον Παναθηναϊκό για να κλείσε μια καριέρα 25 ετών με τον μοναδικό τρόπο που θα έπρεπε. Φορώντας την φανέλα με το τριφύλλι την σεζόν 1989-1990.
Παρά τις εντυπωσιακές πορείες και τις αξιοθαύμαστες επιτυχίες που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια όταν εκείνος είχε κρεμάσει τα παπούτσια του, ο Τάκης Κορωναίος και τα κατορθώματά του δεν ξεχάστηκαν ούτε από τον κόσμο ούτε από την διοίκηση του συλλόγου.
Στην ψηφοφορία με αφορμή την συμπλήρωση 100 ετών ιστορίας, μπήκε στη σχετική λίστα των 100 μεγαλύτερων προσωπικοτήτων του τριφυλλιού, ενώ ήταν ο 12ος μεταξύ των καλαθοσφαιριστών και πριν από ένα χρόνο περίπου τιμήθηκε από την ΚΑΕ για την προσφορά του. Το χειροκρότημα του κόσμου στο ΟΑΚΑ αποδείχθηκε το καλύτερο βραβείο για τον Τάκη Κορωναίου που απάντησε με το κλασικό χαμόγελό του. Σχεδόν τόσο ακαταμάχητο όσο το περίφημο jump shoot του!
sdna.gr