Θέλω, αρχικά, να ξεκαθαρίσω πως το παρακάτω κείμενο εκφράζει αποκλειστικά και μόνο τον γράφοντα και δεν έχει σκοπό να υπερασπιστεί ή να εναντιωθεί σε διοικήσεις, πρόσωπα, καταστάσεις κ.ο.κ. Αποτελεί απλώς μια προσωπική άποψη επί ορισμένων τεκταινομένων στην Ομόνοια.
Η χρονιά για το «τριφύλλι» είναι δεδομένα αποτυχημένη, αφού δεν κατάφερε να κατακτήσει –πρωτίστως– το πρωτάθλημα ή το κύπελλο. Η εξασφάλιση ευρωπαϊκού εισιτηρίου δεν είναι σε καμία περίπτωση κάτι αμελητέο, όμως αλίμονο αν κάποιος στο οικοδόμημα της ομάδας ή οποιοσδήποτε φίλος της το θεωρεί επαρκές.
Η συζήτηση για όσα συμβαίνουν στην ομάδα τα τελευταία χρόνια, καθώς και ως προς το τι πρέπει να γίνει, είναι… δαιδαλώδης. Άπαντες έχουν άποψη για το παρόν και το μέλλον της ομάδας και, ως συνήθως, οι απόψεις διίστανται· φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό και θεμιτό. Ο καθένας που αγαπά την ομάδα του έχει κάθε δικαίωμα να έχει άποψη και να την εκφέρει.
Ωστόσο, πολλές από αυτές τις απόψεις είναι είτε ακραίες είτε εκτός πραγματικότητας, ενώ, επιπλέον, «κρύβουν» προβλήματα και ευθύνες κάτω από το χαλί. Σαφώς, είναι δύσκολο σε ένα άρθρο να σχολιαστούν ή να αναλυθούν όλα όσα ακούγονται ή γράφονται, όμως θα το επιχειρήσουμε.
Αρχικά, είναι ηλίου φαεινότερο πως για την τωρινή –τραγική– αγωνιστική κατάσταση και εικόνα της ομάδας ευθύνη έχουν άπαντες: και ο κ. Παπασταύρου, και ο κ. Αναστασίου, και όποιος άλλος είχε εμπλοκή με τα της ομάδας.
Η επικρατούσα στον κόσμο των «πρασίνων» άποψη πως ο κύκλος του Γιάννη Αναστασίου ως προπονητή της ομάδας έχει ολοκληρωθεί είναι, κατά την άποψή μου, απολύτως σωστή. Ο Ελλαδίτης προπονητής έχει δείξει ότι δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει την ομάδα εκεί όπου επιτάσσει η ιστορία της, κάτι που, εκ των αποτελεσμάτων, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
Φυσικά, στη διοίκηση δεν υπήρχε η πρόθεση να συνεχίσει και στη νέα περίοδο ως προπονητής ο κ. Αναστασίου· όμως κρίνεται (σ.σ. η διοίκηση) για την επιλογή της να τον κρατήσει στο πόστο σχεδόν όλη τη χρονιά.
Σε καμία περίπτωση δεν μέμφομαι τον Γιάννη Αναστασίου, ούτε και κρίνω τις ικανότητες ή την ποιότητά του ως προπονητή. Άλλωστε, δεν έχω την απαραίτητη κατάρτιση. Κρίνω, όμως, βάσει της δικής μου –πάντα– αντίληψης, την εκεί παρουσία του από τα ίδια τα αποτελέσματα και την εικόνα της ομάδας.
Θέλει ή δεν θέλει ο Σταύρος Παπασταύρου;
Μια άλλη άποψη που «κυκλοφορεί» ευρέως στα ΜΚΔ είναι ότι ο Σταύρος Παπασταύρου δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τον αν η ομάδα κάνει πραγματικό πρωταθλητισμό και τον ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο να εξασφαλίζει ευρωπαϊκές συμμετοχές, έχοντας μια ψυχρή, αποκλειστικά «λογιστική» προσέγγιση στο όλο ζήτημα. Κάπου εδώ πρέπει και πάλι να ξεκαθαρίσω ότι ούτε απολογητής της όποιας Διοίκηση είμαι, ούτε βρίσκομαι εδώ για να παραστήσω τον δικηγόρο του οποιουδήποτε παράγοντα.
Όμως, θεωρώ λανθασμένο να αφήνεται να εννοηθεί ότι ο πρόεδρος της Ομόνοιας δεν κόπτεται για το αν η ομάδα θα διεκδικεί κάθε χρόνο τον τίτλο. Κατ’ αρχάς, αν δούμε τον ισχυρισμό αυτόν μέσα από ένα -αυστηρά- επιχειρηματικό πρίσμα, τα έσοδα τα οποία θα έχει η Διοίκηση Παπασταύρου από τη δημιουργία μιας ομάδας που κάθε χρόνο διεκδικεί και ενίοτε (διότι δεν θα αγωνίζεται μόνη της) κερδίζει το πρωτάθλημα, θα είναι πολύ μεγαλύτερα από το να εξασφαλίζει απλά ευρωπαϊκή παρουσία. Είτε αυτό σημαίνει βελτιωμένη συμφωνία για τηλεοπτικά, είτε σημαίνει νέες χορηγικές συμφωνίες, είτε μεταφράζεται σε σταθερή αύξηση των διαρκείας, είτε, είτε, είτε…
Θεωρώ πως ο κ. Παπασταύρου γνωρίζει πολύ καλά πως είναι προς το συμφέρον του να έχει την Ομόνοια ψηλά και πρωταγωνίστρια και τον κόσμο της ευχαριστημένο και στο πλευρό του. Αυτά από επιχειρηματικής και μόνο άποψης. Εξάλλου, όλα τα νέα εγχειρήματα που εξήγγειλε (γήπεδο και πέριξ επιχειρήσεις, προπονητικό κέντρο κ.λπ.) απαιτούν την Ομόνοια πρωταγωνίστρια και τον κόσμο της απόλυτα ευχαριστημένο.
Μπορεί η Ομόνοια να είναι ανταγωνιστική με τα νέα δεδομένα;
Ακόμη μια άποψη, αρκετά πεσιμιστική αλλά βασισμένη στην λογική, είναι ότι η Ομόνοια δεν μπορεί πλέον να είναι αδιάλειπτα ανταγωνιστική στο νέο «στάτους κβο»του κυπριακού ποδοσφαίρου. Ήτοι, δεν μπορεί να διεκδικεί επί ίσοις όροις το πρωτάθλημα κόντρα σε μια Πάφος FC και έναν Άρη που έχουν μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια.
Η άποψη αυτή θεωρώ πως είναι λανθασμένη. Και το λέω όχι μέσα από μια σκοπιά ρομαντική του τύπου «τα χρήματα δεν παίζουν ποδόσφαιρο», αλλά βάσει δεδομένων. Η χρηματιστηριακή αξία της Ομόνοιας δεν είναι δραματικά χαμηλότερη από των δύο προαναφερθέντων ομάδων, ούτε πρόκειται για μια περίπτωση Δαυίδ – Γολιάθ. Τουναντίον, η Ομόνοια έχει την απαραίτητη οικονομική επιφάνεια, την ιστορία και τον κόσμο για να είναι σε θέση να διεκδικεί το πρωτάθλημα και αυτό που χρειάζεται είναι, κατ’ εμέ, μια διαφορετική προσέγγιση.
Είναι ανεπίτρεπτο για μια ομάδα του βεληνεκούς της Ομόνοιας, η οποία έχει οικονομική και διοικητική σταθερότητα, να έχει αυτή τη συγκομιδή τίτλων τα τελευταία χρόνια. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι ιστορικές ευρωπαϊκές επιτυχίες της ομάδας επί των ημερών Σταύρου Παπασταύρου, ούτε και οι κατακτήσεις των Κυπέλλων. Άλλωστε, τα τρόπαια είναι τρόπαια και το ίδιο ισχύει και για τις ευρωπαϊκές πορείες. Είναι γραμμένα στην ιστορία και κανένας δεν μπορεί να τα πάρει πίσω.
Όμως, ας μη γελιόμαστε. Aνέκαθεν κύριος και βασικός στόχος της Ομόνοιας ήταν το πρωτάθλημα. Έτσι ήταν, έτσι είναι και αυτό δεν αλλάζει. Σαφώς, τα «πέτρινα» χρόνια με όλες τις δυσκολίες τους κράτησαν την ομάδα πίσω στον συγκεκριμένο τομέα, όμως αυτή η εποχή έχει παρέλθει.
Τι μπορεί να γίνει;
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ούτε αλόγιστα έξοδα ούτε μια οικονομική πολιτική χωρίς σύνεση, η οποία μπορεί μακροπρόθεσμα να επιφέρει και πάλι προβλήματα και αστάθεια.
Αυτό σημαίνει μια ορθολογιστική διαχείριση, με οικονομικές υπερβάσεις εκεί που πρέπει και όταν πρέπει. Σημαίνει μια διαχείριση από πλευράς Διοίκησης που θα έχει ως βασικό πυλώνα ένα μακροπρόθεσμο πλάνο, πάνω στο οποίο θα επιμείνει.
Σε πολλές περιπτώσεις, εμείς οι αθλητικογράφοι γινόμαστε δέκτες χλεύης όταν παρομοιάζουμε κάποια ενέργεια ή κάποιο επίτευγμα μιας μεγάλης ευρωπαϊκής ομάδας με κάτι που κάνουν οι ομάδες στην Κύπρο. Εντούτοις, δεν το πράττουμε για να υπονοήσουμε ότι μια ομάδα στην Κύπρο είναι στο ίδιο μέγεθος με τη Λίβερπουλ ή τη Ρεάλ Μαδρίτης. Το κάνουμε ακριβώς για να δείξουμε ότι αυτά ακριβώς τα παραδείγματα είναι που πρέπει να ακολουθούν οι δικές μας ομάδες.
Το ποδόσφαιρο στην Κύπρο ως προϊόν (με ό,τι θετικό και αρνητικό αυτό συνεπάγεται) έχει αναπτυχθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Δεν πρέπει να θεωρείται μη ρεαλιστικό το να ακολουθείται ένα πρότυπο που ακολουθεί κάποιο μεγάλο ευρωπαϊκό κλαμπ.
Λόγου χάριν, η Λίβερπουλ επί εποχής Γιούργκεν Κλοπ έδειξε τεράστια υπομονή, άφησε τον Γερμανό να δουλέψει με τον δικό του τρόπο και παρά το ότι στα πρώτα χρόνια δεν υπήρξαν επιτυχίες και τίτλοι, η σημαντικότητα της δουλειάς του είναι ακόμη και σήμερα ορατή.
Το εν λόγω παράδειγμα δεν έχει να κάνει με την περίπτωση Νταμπράουσκας, ούτε ισχυρίζομαι πως θα έπρεπε να δοθεί πίστωση χρόνου στον Λιθουανό. Αποτελεί ένα γενικότερο παράδειγμα του τι θεωρώ πως θα πρέπει να γίνει.
Η μεγάλη οικονομική ή άλλη υπέρβαση θα πρέπει να γίνει για τον προπονητή. Θα πρέπει να είναι εγνωσμένης αξίας (όχι απαραίτητα μεγάλο όνομα) και θα ΠΡΕΠΕΙ να είναι δοκιμασμένος και «ατσαλωμένος» στον πρωταθλητισμό και την πίεση. Θα πρέπει να του δοθεί πραγματικός χρόνος να δουλέψει, υπό συνθήκες οι οποίες θα διασφαλίζουν ότι δεν θα «τρίζει» η καρέκλα του μετά από 3 συνεχόμενες ήττες ή μια αποτυχημένη χρονιά.
Θα πρέπει να έχει χρόνο προκειμένου να εμφυσήσει την ποδοσφαιρική του φιλοσοφία στην ομάδα και να της δώσει, επιτέλους, έναν ξεκάθαρο χαρακτήρα. Θα πρέπει, επίσης, να έχει στη διάθεσή του και αρκετές μεταγραφικές περιόδους, μέσω των οποίων να καταφέρει να συμπληρώσει όλα τα κομμάτια του δικού του παζλ.
Πρώτο και βασικό κομμάτι, λοιπόν, θα πρέπει να είναι αυτό του προπονητή. Φυσικά, πολλά περισσότερα μπορούν να γίνουν στη θεωρία, όπως για παράδειγμα η έλευση ισχυρών προσωπικοτήτων του παρελθόντος, οι οποίες μέσω της φυσικής παρουσίας τους να εμπνέουν και να αποτελέσουν μια «γέφυρα» με το παρόν και το μέλλον.
Το brainstorming και η… γέννηση ιδεών εκ του ασφαλούς αντιλαμβάνομαι πως είναι εύκολη. Ειδικά όταν δεν είναι και δική σου αρμοδιότητα. Όμως, πιστεύω πως κανένας δεν διαφωνεί πως ένα πραγματικά καλό ποδοσφαιρικό πρότζεκτ που θα αντέξει στον χρόνο έχει ως ακρογωνιαίο του λίθο έναν καλό προπονητή.
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα πιο πάνω δεν αποτελούν την πανάκεια των προβλημάτων της Ομόνοιας, παρά μόνο μια προσωπική -και ως εκ τούτου υποκειμενική- άποψη.
Λοΐζος Μωυσέως