Η μετατροπή οποιουδήποτε στο χώρο του κυπριακού ποδοσφαίρου από θύμα σε θύτη είναι μια απλή πράξη, που γίνεται με τη συμβολή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Προπονητές και ποδοσφαιριστές είναι έρμαιο στις ορέξεις όλων όσοι ακολουθούν τη γραμμή που χαράσσεται εκ των άνωθεν, σε μια άνευ τέλους φαρσοκωμωδία. Κυρίως εάν είναι ξένοι παρουσιάζονται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, ενώ στην ουσία ζητούν τα αυτονόητα.
Καλή η αγάπη για τη φανέλα, τεράστιας σημασίας το «δέσιμο» με την όποια ομάδα, όμως στην προκειμένη περίπτωση, κυρίες και κύριοι, μιλάμε για επαγγελματίες, που ήρθαν στο νησί μας για να βγάλουν το ψωμί ή το… χαβιάρι τους, αν προτιμάτε.
Συνεπώς, έχουν κάθε δικαίωμα να διασφαλίσουν τόσο τις καλύτερες συνθήκες, όσο και τα δικαιώματά τους για να παραμείνουν σε μια ομάδα. Γιατί, λοιπόν, να παρουσιάζονται ως οι «κακοί της παρέας» επειδή σκέφτονται και λειτουργούν επαγγελματικά; Και γιατί, παρακαλώ, τσαντίζονται οι παράγοντες άμα τύχει να μιλούν με άλλη ομάδα; Μιλάμε για δικαίωμα που τους παρέχουν οι διεθνείς κανονισμοί του ποδοσφαίρου και οι κάθε λογής εμπλεκόμενοι οφείλουν να σέβονται.
Θα ήταν, μάλιστα, πολύ πιο σωστοί οι παράγοντες που ανήκουν στη συγκεκριμένη κατηγορία εάν κοίταζαν τον εαυτό τους στον καθρέφτη πριν δώσουν γραμμή για να διασύρουν οποιονδήποτε προκειμένου να σκεπάσουν τις τσαπατσουλιές τους. Με ελάχιστη δόση αυτοκριτικής εύκολα θα ρίξουν μια μούντζα στο είδωλό τους. Ίσως και να αντιληφθούν πόσο άγαρμπα συμπεριφέρονται σε ανθρώπους οι οποίοι είναι σωστοί και απόλυτα συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, ενώ ξέχασαν την τελευταία φορά που πληρώθηκαν το μισθό τους…
Γιώργος Χατζηαντώνης